-
1 φατις
1) молва, слух, толки(ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν Hom.)
ὡς ἥ φ. μιν ἔχει Her. — как ходит о нем слух;ἔχει δέ τινα φάτιν Her. — есть какой-то слух;μαψίδιον ἔχειν φάτιν Eur. — быть предметом кривотолков2) весть(ἀγγέλλειν φάτιν τινός Batr.)
φόρειν φάτιν Aesch. — приносить весть3) речь, слова, изречение(θεοῦ Soph.; Μουσάων Arph.)
ἀπὸ θεσφάτων φ. Aesch. — прорицание оракула;τίνα τήνδε φωνεῖς φάτιν ; Soph. — зачем говоришь ты эти слова?4) предмет обсуждений, темаἀνθρώπων φ. Pind. — предмет людских разговоров;
φ. ἄφραστος Soph. — неописуемое, нечто невообразимое5) речь, язык(Ἕλλην φ. Aesch.)
См. также в других словарях:
ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek